- ρακεμάση
- η, Ν(βιοχ.) είδος ενζύμου το οποίο καταλύει ειδικά τον μετασχηματισμό ενός L-αμινοξέος σε Ο-αμινοξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. racemase < racemic (βλ. λ. ρακεμικός) + -ase].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.